- Αραμαίοι
- Σημιτικός λαός του δυτικού κλάδου της σημιτικής φυλής, γνωστός από σφηνοειδείς γραπτές μαρτυρίες ήδη από την 3η χιλιετία π.Χ. To όνομά τους προέρχεται από τη λέξη Αράμ Αρνάμ, περιοχή κοντά στο Χαμπούρ, αριστερό παραπόταμο του Ευφράτη. Νομάδες αρχικά, από τον 12o αι. π.Χ. ίδρυσαν πολλά μικρά κρατίδια στις περιοχές της σημερινής Συρίας, από τα οποία σπουδαιότερο ήταν της Δαμασκού (Αράμ Νταμεσέκ) που άκμασε περίπου από το 1000 έως το 732 π.Χ.
Γλώσσα. Η αραμαϊκή (χαμιτοσημιτικές γλώσσες) γνώρισε εξαιρετικά μεγάλη διάδοση και κατόρθωσε να αντικαταστήσει τη βαβυλωνιακή που για αιώνες ήταν η γλώσσα της διπλωματίας. Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι οι Πέρσες έγραφαν στους Έλληνες σε αραμαϊκή γλώσσα. Στα χρόνια του Χριστού ήταν η μητρική γλώσσα των Εβραίων της Παλαιστίνης και επομένως του Ιησού και των Αποστόλων. Έτσι εξηγείται και η ύπαρξη αρκετών αραμαϊκών λέξεων στην Καινή Διαθήκη. Αλλά και ορισμένα κομμάτια της Παλαιάς Διαθήκης είναι γραμμένα σε αραμαϊκή γλώσσα. Κείμενα αραμαϊκά βρίσκονται διάσπαρτα από την Αίγυπτο έως την Κίνα και ήταν τόσο καλά ριζωμένη η γλώσσα αυτή, ώστε μόνο η αραβική κατόρθωσε να την εκτοπίσει με την εξάπλωση του αραβικού κράτους μετά τον θάνατο του Μωάμεθ. Μία αραμαϊκή διάλεκτος είχε επιζήσει στη Συρία έως πριν από μερικές δεκαετίες. Από την αραμαϊκή γραφή προέρχονται η αραβική και η εβραϊκή γραφή.
Το συριακό χωριό Μα’λούλα, ένα από τα ελάχιστα όπου είχε επιζήσει η αραμαϊκή γλώσσα, την οποία τελικά εκτόπισε η αραβική (φωτ. Prato).
Dictionary of Greek. 2013.